Ευχαριστώ!
α! και τελικά έκανα λάθος... και το επόμενο κομμάτι θα έχει Κορν.
----------------------------------------------------------------------------
Αν και ο ήλιος βασίλευε στον καταγάλανο ουρανό, λόγο των καιρικών συνθηκών των προηγούμενων ημερών ο Γυμναστής είχε αποφασίσει να μην το διακινδυνεύσει. Έτσι, η τάξη του Μορ, ευτυχώς ή δυστυχώς, είχε αναγκαστεί να περιοριστεί μέσα στο παλιό, κλειστό γήπεδο του σχολείου. Κάτι που φυσικά προκάλεσε την απογοήτευση των μαθητών. Των αγοριών, που είχαν προετοιμαστεί για έναν μεγάλο, σκληρό αγώνα του αγαπημένου τους αθλήματος, του Όρντουρ δηλαδή, αλλά και των κοριτσιών που ανυπομονούσαν να παρακολουθήσουν τον αγώνα, και φυσικά τους παίκτες. Βέβαια, ο αγώνας θα μπορούσε να γίνει και μέσα στο κλειστό γήπεδο, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν το ίδιο. Ο μόνος που έδειξε να ενθουσιάζεται με αυτό το γεγονός –ή μάλλον δεν το έδειξε, αφού προτίμησε να κρατήσει το στόμα του κλειστό- ήταν ο Μορ. Ήξερε πως σε αυτόν τον πιο περιορισμένο χώρο, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να μην ασχοληθεί με κάποιο άθλημα. Άλλωστε, ήταν κυριολεκτικά άθλιος σε ότι αφορούσε αυτό το τομέα.
Οι ξεφλουδισμένοι από τα χρόνια τοίχοι του κτιρίου που στέγαζε τον χώρο του γηπέδου, ήταν βαμμένοι εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, με ένα πορτοκαλοκίτρινο, ξεθωριασμένο χρώμα. Και για να υπάρχει κάποια αντίθεση, τα μεγάλα παράθυρα στην κορυφή του κολοσσιαίου κτηρίου, είχαν σχεδιαστεί έτσι, ώστε ο μεγάλος, σιδερένιος σκελετός τους σε μια κυανή απόχρωση, να φαίνονται αρκετά έντονα δίπλα στην ζωηρή όψη των τοίχων. Το ταβάνι ήταν γεμάτο με –ανησυχητικά- μεγάλες λάμπες, που αν και κλειστές αυτή την στιγμή, άλλες φορές φώτιζαν με ένα απέραντο φως σαν προβολείς το σκοτεινό γήπεδο.
Τα αγόρια είχαν ήδη πάρει τις θέσεις στους στην μέση του γηπέδου, και προσπαθούσαν να χωριστούν σε δυο ομάδες, καθώς έριχναν συνέχεια κλεφτές ματιές στα κορίτσια που είχαν πάρει θέσεις όσο πιο κοντά μπόρεσαν στην διαχωριστική γραμμή που όριζε τα όρια του γηπέδου, αλλά και τα όρια των θεατών.
Το θέαμα αυτό βέβαια, ούτε που απασχολούσε τον Μορ, στην άλλη πλευρά της αίθουσας, στο γνωστό, απομακρυσμένο σημείο που είχε ανακαλύψει για παρόμοιες περιπτώσεις. Ήταν αρκετά απορροφημένος, με ένα παλιό, σκονισμένο βιβλίο που κρατούσε στα κατάχλομα του χέρια. Στο εξώφυλλο δεν υπήρχε τίτλος, ούτε κάποιο σχέδιο, αλλά μόνο μερικά αλλοιωμένα από τον χρόνο γράμματα που σχημάτιζαν ένα παράξενο όνομα, μάλλον κάποιου ξεχασμένου συγγραφέα.
Και έτσι απασχολημένος με το βιβλίο όπως ήταν, και τόσο αποκομμένος από όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις που του έδιναν δεδομένα για άλλα πράγματα, εκτός από το βιβλίο του, ήταν φυσικό να αργήσει πολύ να αντιληφθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Και ίσως να μην το είχε αντιληφθεί ποτέ, αν δεν του έπεφτε, για μια διαβολική σύμπτωση, το βιβλίο την κατάλληλη ακριβώς στιγμή.
Καθώς το κοκαλιάρικο του σώμα έσκυβε για να το πιάσει, μπήκε στο οπτικό του πεδίο μια αρκετά ασυνήθιστη σκηνή. Τόσο ασυνήθιστη, που ήταν η αφορμή για να διακόψει τον Μορ από την γνωστή κατάσταση –μπορεί κανείς να την πει και νιρβάνα- στην οποία βρίσκεται κανείς όταν ταξιδεύει στον κόσμο των βιβλίων.
Για κάποιον παράξενο λόγο ο αγώνας δεν είχε αρχίσει ακόμα. Και ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο από την εποχή που θυμόταν ο Μορ. Η αρχή ενός αγώνα, ήταν κάτι σαν ιερή στιγμή για τους συμμαθητές του, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει.
Κ΄ όμως. Αυτή την φορά δεν ακούγονταν οι συνηθισμένες αγορίστικες κραυγές να φωνάζουν, να βρίζουν, και όλα αυτά που λάτρευαν τόσο πολύ να κάνουν.
Αντίθετα, στο κέντρο του γηπέδου, στέκονταν ο Κορν και ένας άλλος, γεροδεμένος συμμαθητής τους –αυτοί που χώριζαν συνήθως τις δυο ομάδες- και ψιθύριζαν κάτι ο ένας στον άλλον. Έδειχναν πολύ προβληματισμένοι, και ίσως και με μια διάθεση για καβγά να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Πιο παράξενα όμως από τα δικά τους, συνωμοτικά πρόσωπα, ήταν αυτά όλων των υπόλοιπων συμμαθητών του. Ή για να το πούμε καλύτερα, τα βλέμματα τους. Τα οποία παρεμπίπτοντος ήταν καρφωμένα πάνω του.
Και σε αυτά μπορούσε να διακρίνει τον ίδιο ακριβώς προβληματισμό, κάτι που ήταν αναμενόμενο να του προκαλέσει αρκετό άγχος.
Ίσως από ένστικτο, ή ίσως και από εμπειρία, είχε ήδη καταλάβει τον κίνδυνο που διέτρεχε.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Και το χειρότερο; Ήξερε στα σίγουρα τι ακριβώς ήταν αυτό...