Το έχω ποστάρει και σε άλλο φόρουμ, απλά το βάζω κι εδώ για περισσότερο feedback :llol: Μην τρομάξετε που είναι φάνφικ και ψιλομεγάλο, θα'θελα μερικές γνώμες ακόμα
Λίγες ίνφο:
Fandom: Hellsing
Pairing: ελαφρώς AxI προς το τέλος
Genre: Γενικό
Summary: Αφηγηματική ανασκόπηση της πρώτης συνάντησης των Alucard και Integra και το πώς επηρέασε τη μετέπειτα εξέλιξή της.
___________________________________________________
Σερ Ίντεγκραλ Φέιρμπρουκ Γουίνγκεϊτς Χέλσινγκ.
Μερικές φορές, ένιωθε το όνομά της βαρύ στους ώμους της. Σαν να ήταν ένα φορτίο που ήταν αναγκασμένη να σηκώνει κάθε μέρα της ζωής της, που την εξανάγκαζε να φέρεται σκληρά και άκαμπτα για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις προσδοκίες της Στρογγυλής Τραπέζης, της οποίας ήταν το μοναδικό θηλυκό μέλος.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Μικρή, μέχρι που πέθανε ο πατέρας της, ήταν ένα φυσιολογικό παιδί. Μπορεί, λόγω της κατ' οίκον εκπαίδευσής της, να μην είχε συνομήλικους φίλους, αλλά δεν ήταν τόσο απρόσιτη όσο τώρα. Τουλάχιστον είχε τον πατέρα της και τον Γουόλτερ, τον οικογενειακό μπάτλερ, που την αγαπούσαν όσο τίποτα. Κι έπειτα έμεινε μόνη της μ' έναν θείο να θέλει να τη βγάλει απ' τη μέση προκειμένου να οικειοποιηθεί την θέση του αρχηγού της Οργάνωσης Χέλσινγκ, θέση που ο ίδιος ο Άρθουρ είχε αναθέσει στην κόρη του, και τον μοναδικό στην έπαυλη που θα μπορούσε να την προστατεύσει να λείπει σε επείγον ταξίδι.
Η Ιντέγκρα γέλασε πικρόχολα από μέσα της. Το μόνο που ήθελε αυτός ο ανόητος ήταν να κάνει φιγούρα στη Βασίλισσα. Ποτέ του δεν καταλάβε πόσο δύσκολο ήταν να διευθύνει κανείς την οργάνωση -κι εκείνη ποτέ δεν του έδωσε την ευκαιρία να καταλάβει.
Την είχε κυνηγήσει σε ολόκληρη την έπαυλη μετά την κηδεία του αδερφού του, κι η κοπελίτσα είχε θυμηθεί την συμβουλή του πατέρα της για περίπτωση κινδύνου κι είχε καταφύγει στο τελευταίο κελί του βαθύτερου μπουντρουμιού, ξεφεύγοντας μέσα από τα δοκάρια ανάμεσα στους ορόφους. Το μόνο που είχε βρει εκεί μέσα ήταν ένα πτώμα.
Ακόμα θυμόταν την απογοήτευση που είχε νιώσει όταν το αντίκρισε. Ήταν το πτώμα ενός ψηλού ξερακιανού άντρα με μακριά λευκά μαλλιά, ντυμένο με μαύρη δερμάτινη στολή με αγκράφες και δεμένο σφιχτά με ταινίες -καμία σχέση με αυτό που περίμενε. Και πάλι, ήταν περίεργο το πόσο καλά διατηρημένο ήταν -κάτι που δεν είχε προλάβει να επεξεργαστεί τότε, μιας και η πόρτα πίσω της άνοιξε και εισέβαλε ο θείος της μαζί με δύο ακόμα άντρες.
Σκυλάκια.Τότε η Ιντέγκρα πραγματικά είχε πιστέψει ότι η ζωή της τελείωνε. Η πρώτη σφαίρα την είχε βρει στο δεξί μπράτσο, λίγο πιο κάτω απ' τον ώμο. Καμιά φορά πονούσε ακόμα και σήμερα. Γεμάτη παράπονο, είχε ρωτήσει τον Ρίτσαρντ γιατί το έκανε, αν ήταν πραγματικά τόσο αδίστακτος ώστε να σκοτώσει την δωδεκάχρονη ανιψιά του... αλλά φυσικά εκείνος δεν είχε απαντήσει. Αντίθετα, είχε σημαδέψει εξ' επαφής ανάμεσα στα μάτια της.
Το κορίτσι είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε να πεθάνει. Περίμενε ν' ακούσει τον ξερό κρότο της εκπυρσοκρότησης και μετά να νιώσει το σκοτάδι να την τυλίγει. Αλλά τίποτα από αυτά δε συνέβη. Γιατί τη στιγμή που ο Ρίτσαρντ ετοιμαζόταν να τραβήξει την σκανδάλη, ακούστηκε ένας περίεργος ήχος σαν γάτα που πίνει γάλα. Όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν γυρίσει προς την κατεύθυνση του ήχου... και προς μεγάλη τους έκπληξη είχαν δει το πτώμα να γλείφει με απερίγραπτη ευχαρίστηση το αίμα της Ιντέγκρα απ' το πάτωμα.
Όταν εκείνο σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια με τις δικές του κόρες να καίνε κατακόκκινες, η Ιντέγκρα ήξερε πως ο πατέρας της είχε δίκιο. Ό,τι κι αν ήταν, αυτό το πλάσμα θα την προστάτευε. Το έβλεπε στον τρόπο που την κοίταζε. Αντίθετα με τους τρεις άντρες, εκείνη δεν είχε τρομάξει στο παραμικρό. Ο βρικόλακας -γιατί τέτοιος ήταν- την είχε αναγνωρίσει για αφέντη του. Ειδικά όταν όρμησε στους διώκτες της και τους ξέσκισε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, βάφοντας τους τοίχους του κελιού με το αίμα τους και αφήνοντας μόνο τον Ρίτσαρντ ζωντανό, κάθε αμφιβολία που μπορεί να είχε υποσυνείδητα εξαφανίστηκε.
Ύστερα είχε γονατίσει μπροστά της, σαν γενναίος ιππότης μπροστά στην όμορφη πριγκίπισσα. Είχε απλώσει το χέρι του για να την προστατέψει από τη δεύτερη σφαίρα που ερχόταν από το όπλο του Ρίτσαρντ, η οποία σφαίρα είχε σφηνώσει μέσα του χωρίς να την αγγίξει και χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερη ζημιά στον ίδιο. Έπειτα της είχε μιλήσει. Η φωνή του ήταν βραχνή και αρχοντική, και ελαφρώς αλαζονική. Και κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ήξερε το όνομά της. Της έδωσε το όπλο του ενός από τους άντρες που είχε πέσει παραδίπλα. Εκείνη τον ρώτησε το όνομά του.
"Ο πατέρας σου με φώναζε Άλουκαρντ", της είχε απαντήσει.
Το επόμενο λεπτό της είχε φανεί εντελώς εξωπραγματικό. Είχε σηκώσει το όπλο πάνω από το απλωμένο ακόμα χέρι του Άλουκαρντ και είχε πυροβολήσει τον θείο της, σκοτώνοντάς τον επί τόπου. Κι αμέσως μετά είχε λιποθυμήσει στην αγκαλιά του βρικόλακα. Χαμογέλασε.
Τι χαζό.Αυτό το γεγονός και ό,τι ακολούθησε -το ότι ανέλαβε τη διεύθυνση της οργάνωσης, οι εφιάλτες της, η τελετή χειροτόνησής της σε ιππότη- την είχαν διαμορφώσει σε αυτό που ήταν σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα. Τη Σιδηρά Παρθένο. Όταν μιλούσε με κάποιον, τον κάρφωνε με τα μάτια της και δεν κοιτούσε αλλού. Δεν της άρεσαν οι διπλωματίες κι έλεγε πάντα τη γνώμη της ακόμα κι αν ήταν εντελώς αντίθετη με όλων των υπόλοιπων. Κάπνιζε πούρα για να διώχνει το άγχος αλλά γυμναζόταν τουλάχιστον μισή ώρα τη μέρα. Φορούσε πάντα αντρικά κοστούμια για να αντισταθμίζει την δυσπιστία των ιπποτών προς το πρόσωπό της, ήταν ψυχρή με τους γύρω της και δύσκολα γελούσε.
Όμως κάποιες φορές κουραζόταν από αυτή τη ζωή. Ατελείωτο κυνήγι απέθαντων, ατέρμονες συζητήσεις με τα άλλα μέλη της Στρογγυλής Τραπέζης που τις περισσότερες φορές δεν έβγαζαν πουθενά, την έκαναν να νιώθει γερασμένη πριν την ώρα της. Η προσωπική της ζωή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη -αυτό βέβαια σπάνια την ενοχλούσε αφού συνήθως η δουλειά της δεν της επέτρεπε να σκεφτεί ή να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Πήγαινε μόνο στις απίστευτα βαρετές δεξιώσεις της Βασίλισσας ή των άλλων ιπποτών και πάντα με συνοδό τον Άλουκαρντ, που αρνιόταν να την αφήσει να βγει με θνητό με τη δικαιολογία ότι κανείς δεν ήταν αρκετά άξιος γι' αυτήν. Νύχτες σαν και τη σημερινή όμως, λαχταρούσε για κάποια συντροφιά.
Ένα σκιώδες χέρι τυλίχτηκε ξαφνικά γύρω από τη μέση της.
"Έχεις φίλους", ψιθύρισε ο απέθαντος υπηρέτης της, πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει. "Απλά δεν θέλεις να το αναγνωρίσεις".
"Αν εννοείς εσένα και τη Σέρας, δε νομίζω".
"Νοιάζεσαι για μας όμως".
Δεν απάντησε αμέσως κι ο Άλουκαρντ δεν τράβηξε το χέρι του από πάνω της. Στο τέλος είπε: "Άφησέ με".
Εκείνος υποκλίθηκε και εξαφανίστηκε μέσα από τις σκιές του δωματίου. Η Ιντέγκρα αναστέναξε. Παρόλο που μπορούσε να εμπιστευτεί στον Άλουκαρντ τη ζωή της χωρίς δεύτερη σκέψη, απορούσε πώς ο σχεδόν 600 ετών βρικόλακας κατάφερνε ενίοτε να φέρεται σαν παιδί στην προεφηβεία απαιτώντας συνεχώς την προσοχή της.
Κι όμως, νοιαζόταν. Όλα της τα χρόνια στην αρχηγία του Χέλσινγκ ήταν πάντα δίπλα της. Εξαιτίας του είχε αποκτήσει τον τίτλο "Αφέντρα των Τεράτων". Κάτι όμως τη συγκρατούσε από να του το πει. Ήταν περίπου σαν να τον θεωρούσε δεδομένο.
Όταν πήγε για ύπνο, ύστερα από λίγα λεπτά, ήταν σίγουρη πως ο Άλουκαρντ δεν είχε μπει στον κόπο να μεταφερθεί στο υπόγειό του. Από τη σκιώδη γωνία του δωματίου της, μπορούσε να νιώσει το διαπεραστικό βλέμμα του. Δεν τον έδιωξε. Εξάλλου πάντα κοιμόταν καλύτερα -ένιωθε πιο ασφαλής- όταν ήταν εκείνος κοντά.
Η τελευταία αίσθηση που είχε πριν αποκοιμηθεί ήταν ένα ασώματο χέρι να απομακρύνει τα μαλλιά από το μέτωπό της.