το ξέχασα τελείος!!!!
Είμαι εγώ! Τώρα τι θα κάνω. Άμα με δει έτσι κανείς θα ανησυχήσει, το πολύ πολύ να μην με αναγνωρίσει. Πρέπει να διώξω τους ανθρώπους. Παίρνω τηλέφωνο τον Μιχάλη <<Μιχάλη>> Οχ! Η φωνή μου έχει γίνει μαγευτική –ακούγετε σαν νερό σε καταρράκτη-.
<<Αύρα. Εσύ είσαι?>> παραξενεύτηκε –λογικό είναι-.
<<Ναι. Ήταν να έρθω αλλά τελικά δεν γίνετε>> θα τους έκανα έκπληξη.
<<Αχα!!! Δεν πειράζει μικρή μου. Έγινε κάτι άλλο και με πηρές?>> ακόμη και με τέτοια φωνή καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά!
<<Ναι άκου, θα προτιμούσα να είμαι μονή στο σπίτι. Δεν τους χρειάζομαι>>
<<Τι μου λες τώρα Αύρα! Δεν θέλεις κανέναν να σε βοηθάει?>> ακούγετε ανήσυχος.
<<Όχι. Μπορώ και μονή μου, εξάλλου δεν είμαι και πολύ στο σπίτι για να γίνει άνω-κάτω. Σε παρακαλώ!!!!>>
<<Αυτό είναι τρελό! Αλλά απο την άλλην άμα το θεωρείς καλύτερο για εσένα>>
<<Ακριβώς το θεωρώ χαζό λίγη οικονομία και δεν νιώθω άνετα>> πράγματα που δεν χρειάζεται να σκέπτομαι –δεν με νοιάζουν καν-.
<<Εντάξει. Να προσέχεις>> το έκλισε. Έχω χρόνο να ασχοληθώ με το τι είμαι!
Πέρασαν οι μέρες ψάχνοντας, αλλά δεν βρήκα τίποτα και αύριο ανοίγει η σχολή μου. Θα πάω, εκεί δεν με έχει ξανά δει κανείς –πως ήμουν πριν μια μέρα-. Κάτι που έχω ανακαλύψει μεσα σε αυτές τις μέρες είναι ότι δεν δέχεται καμία τροφή ο οργανισμός μου –στην ουσία δεν πεινάω- και το σώμα μου έχει πάρει μυϊκή δύναμη, το δέρμα μου είναι τόσο μαλακό αλλά και ανθεκτικό. Είμαι ενθουσιασμένη με την καινούργια μου ζωή. Κάνω παρά πολλά πράγματα… σκεφτόμενη αυτά κοιμήθηκα.
Ξύπνησα –τώρα έτσι πως είμαι κοιμάμαι ακριβώς πέντε ώρες – και είναι τέσσερις το πρωί, κάθισα στην βιβλιοθήκη και έβαλα απαλά μουσική. Με το καινούριο μου μυαλό έχω χορό να σκέπτομαι πολλά μαζί και η μνήμη μου είναι τόσο καλή που θυμάμαι τα πάντα.
Έφτασε η ώρα –εννέα πρέπει να είμαστε όλοι εκεί- να πάω στην σχολή. Έβαλα ότι πιο απλό έχω, μπήκα στο αμαξάκι μου και ξεκίνησα για την σχολή.
Αφού έφτασα το πάρκιν είναι γεμάτο. Ακούω διάφορες ομιλίες για το ποιος είναι στο δικό μου αμάξι και ότι τους αρέσει. Πήρα μια βαθειά ανάσα και ετοιμάστηκα για να βγω έξω. Υπομονή –σκεπτικά-.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα. Ακούω καθαρά τον θαυμασμό των αγοριών και την ειρωνεία των κοριτσιών. Δεν δίνω σημασία γιατί κανονικά δεν πρέπει να τους ακούω…
Με κοιτάζουν όλοι παράξενα. Μεσα σε τόσα στόματα και φωνές ακούω μια φωνή που μου είναι παράξενα οικία, είναι τόσο όμορφη και η μοναδική που δεν μιλάει για εμένα. Αν και δεν την αναγνωρίζω παρατήρησα από πού έρχεται και τότε τον είδα.
Είναι πανέμορφος, έχει κάτασπρο δέρμα –όχι όσο το δικό μου- τα μάτια του είναι γκρίζα και είναι μυώδης. Ακούω κοπέλες που μιλάνε για αυτόν. Φαίνετε ότι είναι ο όμορφος της σχολής. Είμαι τελείως αφηρημένη στα λόγια των άλλων ώστε χτύπησε το κουδούνι και αρχίσαμε να μαζευόμαστε σε μια αίθουσα.
<< Παιδία γρήγορα καθίστε>> μας μίλησε μια καθηγήτρια και έτσι κάθισα σε μια καρέκλα στα αριστερά της αίθουσας.
Αφού καθίσαμε και ησυχάσαμε άρχισε να μιλάει ο πρύτανης –αν και όλοι μιλάνε εγώ τον παρακολουθώ-, μας καλωσόρισε και τελείωσε την ομιλία του.
<< Για το καλωσόρισμα θα κάνουμε έναν χορό και θα είναι μαζί και οι άλλες σχολές. Για αυτό θα κάνουμε υποχρεωτικά μαθήματα χορού. Πρέπει να διαλέξετε αγόρια της ντάμες σας. Καλή διασκέδαση. Τα λέμε κάθε μέρα στις εννέα>> μας ανακοίνωσε η καθηγήτρια που μας είχε φωνάξει αρχικά.
Ακούω διάφορες συζητήσεις περί του θέματος. Άλλοι δυσανασχετούν και άλλοι ανυπομονούν να έρθει εκείνη η ώρα, εγώ δεν ξέρω κανένα εδώ και δεν…
<<Καλημέρα>> μου είπε μια περίεργη φωνή που μυρίζει ωραία σαν λεβάντα. Γύρισα για να την δω –κοπέλα είναι-, ξαφνικά είναι κάπως αναστατωμένη.
<<Γεια σου! >> της απάντησα και εκείνη την στιγμή γούρλωσε τα μάτια της. <<Συγγνώμη σε τρόμαξα…>>
<<Όχι, όχι απλός…τίποτα τίποτα. Ελβίρα χάρηκα>> και μου έδωσε το χέρι της. Άμα την αγγίξω θα παραξενευτεί από την ύφη μου αλλά άμα δεν της το ανταποδώσω θα την προσβάλω. Της το ανταπέδωσα και αναρίγησε.
<<Αύρα, παρομοίως>> είπα χαμογελώντας.
<<Είσαι πρωτοετής έτσι?>> με κοιτάζει με απορία –δεν μοιάζω πλέων για πρωτοετής-.
<<Ναι εσύ?>> φαίνετε αρκετά έμπυρη για να είναι εδώ πρώτο έτος.
<<Εγώ είμαι στο τρίτο έτος και έχω αναλάβει το ‘καλώς όρισμα’ –να το πω έτσι- καλώς ήρθες λοιπόν>>
<<Ευχαριστώ Ελβίρα>>
<<Έλα να σε ξεναγήσω>> κάναμε βόλτες σε όλο το κτίριο και η Ελβίρα φλυαρούσε λέγοντας τι είναι κάθε αίθουσα. <<Και τώρα ήρθε η ώρα να σου παρουσιάσω τα παιδία. Πάμε στην βιβλιοθήκη>> συμπλήρωσε στο τέλος.
<<Τι όχι! Να με παρουσιάσεις?>> θα μου τους γνωρίσει όλους! Όχι! Αδύνατον!
<<Όχι απλός θα σου δήξω ποιος είναι ποιος. Έλα μην ανησυχείς>> με παρότρυνε.
Μπήκαμε στη βιβλιοθήκη και όλοι γύρισαν να μας κοιτάξουν. Πίσω στα τελευταία τραπέζια κάθετε εκείνος με την ωραία μυρωδιά και ακούω την φωνή του να σχολιάζει την Ελβίρα.
Πήγαμε και κάτσαμε σε ένα τραπέζι κοντά σε ένα παράθυρο. Έτσι άρχισε να μου μιλάει για τον καθένα, ώσπου έφτασε σε εκείνο το τραπέζι <<Αχ! Ο Μάξιμος και η παρέα του>> μου είπε με έναν στεναγμό << Ο Μάξιμος είναι αυτός με τα γκρι μάτια ο ψιλός, είναι τόσο όμορφος –αλλά δεν ασχολιέται με καμία>> κατσούφιασε <<Σε αντίθεση με τους φίλους του. Ο Γιώργος είναι ο αδύνατος, ο Βαγγέλης με το ωραίο χαμόγελο και ο Αλέξης με τα πράσινα μάτια. Με λίγα λόγια η παρέα των κούκλων>> και όντος είναι όλοι τους όμορφοι αλλά ο Μάξιμος είναι κάτι το διαφορετικό <<Φαντάσου να πας με έναν από αυτούς στον χορό θα σκάσουν οι άλλες >> πρόσθεσε αν και μελαγχολικά.